prim


prim
Προφορά

{prım}

(Επίθετο)
● τυπικός
● λεπτολόγος
● κομψός
● περιποιημένος
● επιτηδευμένος

(Ρήμα)
● στολίζω
● στολίζομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.