prickle


prickle
Προφορά

{‘prıkəl}

(Ουσιαστικό)
● άκανθα
● αγκάθι
● οξύ άκρο

(Ρήμα)
● προκαλώ φαγούρα
● κεντώ
● σουβλίζω
● διαστίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.