precipitate


precipitate
Προφορά

{prı’sıpətıt}

(Επίθετο)
● βιαστικός
● εσπευσμένος
● ταχύς

(Ουσιαστικό)
● ίζημα

(Ρήμα)
● γκρεμίζω
● κατακαθίζω
● πίπτω ως βροχή
● υγροποιώ
● κατακρημνίζω
● επισπεύδω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.