precipitate Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply precipitateΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/precipitate.mp3{prı’sıpətıt} (Επίθετο)● βιαστικός● εσπευσμένος● ταχύς (Ουσιαστικό)● ίζημα (Ρήμα)● γκρεμίζω● κατακαθίζω● πίπτω ως βροχή● υγροποιώ● κατακρημνίζω● επισπεύδω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση