poverty


poverty
Προφορά

{‘pɒvərtı}

(Ουσιαστικό)
● πτώχεια
● φτώχεια
● κακομοιριά
● εξαθλίωση
● ανέχεια
● απορία

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.