potency Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply potencyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/potency.mp3{‘pəʋtənsı} (Ουσιαστικό)● δύναμη● δραστικότητα● σεξουαλική ικανότητα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση