pornography Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply pornographyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pornography.mp3{pɔ:r’nɒgrəfı} (Ουσιαστικό)● πορνογραφία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση