άσπορος
Προφορά
Ετυμολογία
άσπορος ἀ στερητικό + σπόρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσπορος -η, -ο
✦ που δε σπάρθηκε, άσπαρτος
✦ που δεν έσπειρε
✦ άγονος, στείρος
✦ που φυτρώνει ή γεννιέται χωρίς σπέρμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σπαρμένος, σπαρτός ,γόνιμος, καρπερός
Επιρρήματα
άσπορα (Κ ασπόρως)