polished Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply polishedΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/polished.mp3{‘pɒlıʃt} (Επίθετο)● στιλπνός● εξευγενισμένος● άμεμπτος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση