polish Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply polishΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/polish.mp3{‘pɒlıʃ} (Επίθετο)● πολωνικός (Ουσιαστικό)● πολωνός (Ουσιαστικό)● λεπτότης● στιλπνότητα● στιλπνότης● στίλβωση● λεπτότητα (Ρήμα)● λουστράρω● γυαλίζω● στιλβώ● στιλβώνω● εξευγενίζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση