pole Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply poleΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pole.mp3{pəʋl} (Ουσιαστικό)● Πόλος● Πολωνός (Ουσιαστικό)● πάσσαλος● παλούκι● κοντάρι (Ρήμα)● σπρώχνω με κοντάρι └[Εκφράσεις]┘ (Ουσιαστικό)orth Pole = βόρειος πόλος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση