poison Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply poisonΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/poison.mp3{‘pɔızən} (Ουσιαστικό)● δηλητήριο● φαρμάκι (Ρήμα)● δηλητηριάζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση