plywood


plywood
Προφορά

{‘plaı,wʋd}

(Ουσιαστικό)
● φύλλα ξύλου
● λεπτές σανίδες κολλημένες ή μια επί της άλλης
● κόντρα πλακέ
● καπλαμάς

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.