ply


ply
Προφορά

{plaı}

(Ουσιαστικό)
● καπλαμάς
● κόντρα πλακέ
● πτυχή
● φύλλο

(Ρήμα)
● διπλώνω
● φιλοπονώ
● χειρίζομαι εργαλείο
● ενασχολώ
● ενασχολούμαι
● διαπλέω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.