plumb


plumb
Προφορά

{plʌm}

(Επίθετο)
● κατακόρυφος

(Ουσιαστικό)
● στάθμη
● βολίς στάθμης
● βολίδα
● βαρίδι
● μολύβι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.