plug


plug
Προφορά

{plʌg}

(Ουσιαστικό)
● βύσμα
● πώμα
● βούλωμα
● έμβολο
● στόμιο
● στόμιο υδροσωλήνος

(Ρήμα)
● ταπώνω
● βουλώνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.