pleasure


pleasure
Προφορά

{‘pleʒər}

(Ουσιαστικό)
● ευχαρίστηση
● τέρψη
● ευαρέσκεια
● αναψυχή
● ηδονή

└[Εκφράσεις]┘
● with pleasure = ευχαρίστως
● μετά χαράς

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.