plaster


plaster
Προφορά

{‘plæstər}

(Ουσιαστικό)
● σοβάς
● πηλάσβεστο
● έμπλαστρο
● γύψος
● κονίασμα
● πλάστης

(Ρήμα)
● ασβεστώνω
● σοβατίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.