plant


plant
Προφορά

{plænt}

(Ουσιαστικό)
● φυτό
● εργοστάσιο

(Ρήμα)
● στήνω
● στυλώνω
● φυτεύω
● τοποθετώ δολιώς

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.