plan


plan
Προφορά

{plæn}

(Ουσιαστικό)
● πλάνο
● χάρτης
● σχέδιο

(Ρήμα)
● σχεδιάζω

└[Εκφράσεις]┘
● not well planned = αμελέτητος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.