άσμιχτος
Προφορά
Ετυμολογία
άσμιχτος ἀ στερητικό + σμίγω
Ερμηνεία
άσμιχτος
✦ κ. άσμιγος, -η, -ο επίθ. αμιγής, που δεν έχει αναμειχθεί ή δεν επιδέχεται ανάμειξη
✦ (για πρόσ.) που δεν έρχεται σε επικοινωνία με άλλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άσμιχτα