phenol Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply phenolΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/phenol.mp3{‘fi:nəʋl} (Ουσιαστικό)● φαινόλη● φαινολικό οξύ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση