perfume Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply perfumeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/perfume.mp3{pər’fju:m} (Ρήμα)● αρωματίζω (Ουσιαστικό)● άρωμα● ευωδιά Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση