pension


pension
Προφορά

{‘penʃən}

(Ουσιαστικό)
● σύνταξη

(Ρήμα)
● συνταξιοδοτώ

└[Εκφράσεις]┘
● old age pension = σύνταξη

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.