penniless


penniless
Προφορά

{‘penılıs}

(Επίθετο)
● απένταρος
● αδέκαρος
● άφραγκος

└[Εκφράσεις]┘
● be left penniless = μένω στην ψάθα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.