patent


patent
Προφορά

{‘pætənt}

(Επίθετο)
● ολοφάνερος
● εναρχής
● φανερός

(Ουσιαστικό)
● ευρεσιτεχνία
● προνόμιο εφευρέσεως

(Ρήμα)
● ασφαλίζω διά προνόμιου ευρεσιτεχνίας

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.