pastime Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply pastimeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pastime.mp3{‘pæs,taım} (Ουσιαστικό)● αναψυχή● απασχόληση● διασκέδαση Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση