pass


pass
Προφορά

{pæs}

(Ουσιαστικό)
● άδεια εισόδου
● πέρασμα
● στενό

(Ρήμα)
● περνώ
● διαβαίνω
● υπερβαίνω
● επιψηφίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.