particular


particular
Προφορά

{pər’tıkjələr}

(Επίθετο)
● ιδιαίτερος
● λεπτολόγος

(Ουσιαστικό)
● λεπτομέρεια
● λεπτομέρειες
● καθέκαστα

└[Εκφράσεις]┘
● in particular = προπαντός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.