outspread


outspread
Προφορά

{‘aʋt,spred}

(Επίθετο)
● απλωμένος
● εκτεταμένος

(Ουσιαστικό)
● εξάπλωση
● επέκταση

(Ρήμα)
● εκτείνομαι
● εκτείνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.