αρτηρία
Προφορά
Ετυμολογία
αρτηρία αρχαία ελληνική ἀρτηρία, πιθανόν από το ἀήρ + τηρεῖν ή ἀείρω (= υψώνω)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρτηρία
✦ ονομασία των σωληνοειδών αγγείων του σώματος, που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στα διάφορα μέλη και όργανα
✦ (μτφ. ) μεγάλος δρόμος που εξυπηρετεί ζωτικές συγκοινωνιακές ανάγκες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–