mark Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply markΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/mark.mp3{mɑ:rk} (Ουσιαστικό)● μάρκο● σημαντήρας● σημάδι● σημείο● βαθμός● στόχος● σκοπός (Ρήμα)● μαρκάρω● σημειώνω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση