αρμός
Προφορά
Ετυμολογία
αρμός αρχαία ελληνική ἁρμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρμός
✦ σύνδεση δύο αντικειμένων
✦ το σημείο όπου συναρμόζονται δύο αντικείμενα, αρμογή ή ραφή
✦ το κενό που απομένει ανάμεσα σε δύο συνδεόμενα πράγματα
✦ (αρχιτεκτ.) η επιφάνεια επαφής των λίθων ενός τοίχου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–