incandescent Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply incandescentΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/i/incandescent.mp3{,ınkən’desənt} (Επίθετο)● λευκοπυρώμενος● πυρακτώμενος● λάμπων Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση