hurriedly Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply hurriedlyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/h/hurriedly.mp3{‘hɜ:rıdlı, ‘hʌrıdlı} (Επίρρημα)● εν βιά● εσπευσμένα● βιαστικά Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση