hose


hose
Προφορά

{həʋz}

(Ουσιαστικό)
● κάλτσα
● σωλήν εύκαμπτος
● σωλήνας εύκαμπτος
● μανίκα
● καλσό

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.