homosexual


homosexual
Προφορά

{,həʋmə’sekʃʋəl}

(Επίθετο)
● αρσενοκοίτης

(Ουσιαστικό)
● αρσενοκοίτης
● ελκυομένος από το ίδιο πρός εαυτόν φύλον
● ελκυομένος από το ίδιο φύλο
● ομοφυλόφιλος
● φιλομόφυλος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.