αποψυκτήριος


αποψυκτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
αποψυκτήριος αποψύχω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αποψυκτήριος -α, -ο

✦ ο χρήσιμος για ψύξη, για πάγωμα
✦ ουδ. το αποψυκτήριο ως ουσ., συσκευή ή τμήμα συσκευής που χρησιμεύει για το πάγωμα αερίων ή ατμών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.