αποχρωστικός
Προφορά
Ετυμολογία
αποχρωστικός από + χρωστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αποχρωστικός -ή, -ό
✦ ο κατάλληλος να προκαλέσει αποχρωματισμό
✦ πληθ. ουδ. αποχρωστικά ως ουσ., (απόδ. του γαλλικά décolorant) γεν. ονομ. χημικών ουσιών οι οποίες, με φυσικές ή χημικές διεργασίες, αποχρωματίζουν άλλες ουσίες ή σώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–