αποχαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποχαλώ αρχαία ελληνική ἀποχαλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποχαλώ -άς, -ά
✦ χαλώ ολότελα, συμπληρώνω την καταστροφή
✦ (μτφ. ) διαφθείρω εντελώς: ήταν σκάρτος, τον αποχαλάσανε κι οι παρέες
✦ (αμτβ.) καταστρέφομαι ολότελα: αποχάλασε το ρολόι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–