grin Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply grinΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/g/grin.mp3{grın} (Ουσιαστικό)● μειδίαμα μορφαστικό● γκριμάτσα● πλατύ χαμόγελο (Ρήμα)● γελάω δείχνοντας τα δόντια μου Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση