αποστρατεία
Προφορά
Ετυμολογία
αποστρατεία αποστρατεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποστρατεία
✦ η απομάκρυνση αξιωματικού από την ενεργό υπηρεσία
✦ η κατάσταση του απομακρυσμένου αξιωματικού
✦ (γεν.) η απομάκρυνση από κάθε επάγγελμα, έπειτα από ορισμένο χρόνο υπηρεσίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–