αποστεωμένος
Προφορά
Ετυμολογία
αποστεωμένος μτχ. του ρήματος αποστεώνομαι
Ερμηνεία
αποστεωμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) σκληρός σαν κόκαλο
✦ (μτφ. ) λιπόσαρκος, κοκαλιάρης
✦ (μτφ. ) στεγνός, χωρίς ζωντάνια: θ’ ακούσουμε κριτική κι ερμηνευτική των κειμένων. Τι στεγνό κι αποστεωμένο μάθημα! (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
αποσκελετωμένος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–