απόσπασμα


απόσπασμα
Προφορά

Ετυμολογία
απόσπασμα αρχαία ελληνική ἀπόσπασμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το απόσπασμα

✦ μέρος ενός όλου, τμήμα
✦ (ειδ.) τμήμα κειμένου, περικοπή
✦ κομμάτι μουσικού έργου
✦ τμήμα οποιουδήποτε έργου τέχνης που χάθηκε ή που αναπαράγεται όχι ολόκληρο
✦ μικρό στρατιωτικό τμήμα με ειδική αποστολή: εκτελεστικό απόσπασμα (στο οποίο ανατίθεται η θανατική εκτέλεση)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.