αποσμητικός
Προφορά
Ετυμολογία
αποσμητικός μεταγενέστερη ελληνική ἀποσμῶ (= αφαιρώ την οσμή)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αποσμητικός -ή, -ό
✦ που χρησιμεύει για την εξουδετέρωση οσμής
✦ το ουδ. το αποσμητικό(ν) ως ουσ., φαρμακευτικό προϊόν σε υγρή ή στερεή κατάσταση που έχει στυπτικές ιδιότητες και μπορεί να περιορίσει την παραγωγή ιδρώτα από τη μασχάλη, τα πόδια κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–