αποσιωπητικός


αποσιωπητικός
Προφορά

Ετυμολογία
αποσιωπητικός αποσιωπώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αποσιωπητικός -ή, -ό

✦ αυτός που αποσιωπά κάτι ή χρησιμεύει για αποσιώπηση
✦ πληθ. ουδ. αποσιωπητικά ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.