αποσβολώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσβολώνω από + ασβολώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσβολώνω
✦ αλείφω με καπνιά, μουντζουρώνω
✦ ντροπιάζω κάποιον
✦ φέρνω κάποιον σε αμηχανία, ώστε να μείνει άφωνος: είχε μείνει ασάλευτος… σα να μην άκουγε αυτός, σα να μην έβλεπε. Καθόταν αποσβολωμένος, λες και τον είχανε μπαλσαμώσει (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–