απομένω
Προφορά
Ετυμολογία
απομένω αρχαία ελληνική ἀπο-μένω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απομένω
✦ μένω ως υπόλοιπο: λιγοστά φρούτα απόμειναν
✦ υπάρχω ύστερα από κάποιο γεγονός: μου απόμεινε η λύπη
✦ εγκαταλείπομαι
✦ μένω χωρίς προστασία
✦ μένω άφωνος: μόλις τ’άκουσα, απόμεινα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–