depletion


depletion
Προφορά

{dı’pli:ʃən}

(Ουσιαστικό)
● κένωση
● άδειασμα
● ελάττωση εμπορευμάτων
● εξάντληση
● μείωση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.