deplete Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply depleteΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/d/deplete.mp3{dı’pli:t} (Ρήμα)● εκκενώνω● αδειάζω● ελαφρύνω● εξαντλώ● μειώνω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση