απολαυστικός


απολαυστικός
Προφορά

Ετυμολογία
απολαυστικός αρχαία ελληνική ἀπολαυστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ απολαυστικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί απόλαυση: θέαμα απολαυστικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απολαυστικά (Κ απολαυστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.